- τραπέζι
- το1.τράπεζα για το φαγητό.2. τα σκεύη του φαγητού στο τραπέζι: Μάζεψε το τραπέζι.3. γεύμα: Μου έκαναν το τραπέζι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραπέζι — το, Ν 1. έπιπλο αποτελούμενο από μια οριζόντια πλάκα στηριζόμενη σε τέσσερα πόδια, το οποίο χρησιμεύει για την παράθεση φαγητού αλλά και για την εκτέλεση εργασίας ή για την τοποθέτηση αντικειμένων, τράπεζα (α. «το τραπέζι τής κουζίνας» β.… … Dictionary of Greek
τραπεζιτευόντων — τραπεζῑτευόντων , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres part act masc/neut gen pl τραπεζῑτευόντων , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτεύοντα — τραπεζῑτεύοντα , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres part act neut nom/voc/acc pl τραπεζῑτεύοντα , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτεύουσι — τραπεζῑτεύουσι , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τραπεζῑτεύουσι , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτεύω — τραπεζῑτεύω , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres subj act 1st sg τραπεζῑτεύω , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτικῶν — τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of fem gen pl τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτικόν — τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of masc acc sg τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζίτας — τραπεζί̱τᾱς , τραπεζίτης money changer masc acc pl τραπεζί̱τᾱς , τραπεζίτης money changer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτεῦσαι — τραπεζῑτεῦσαι , τραπεζιτεύω to be engaged in banking aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτεύειν — τραπεζῑτεύειν , τραπεζιτεύω to be engaged in banking pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)